φανείης

φανείης
φαίνω
A ren.
aor opt pass 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετακύμιος — μετακύμιος, ον (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) ο μεταξύ τών κυμάτων («εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης» μακάρι, ώ Παιάν, να φανείς σωτήρας μεταξύ δύο κυμάτων αθλιότητας, Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετακύμιον το μεταξύ τών κυμάτων διάστημα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”